συμπαθητικό σύστημα

συμπαθητικό σύστημα
(Ανατ.). Μέρος του φυτικού νευρικού συστήματος, που μαζί με το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, ρυθμίζει τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων και την ανταλλαγή της ύλης του οργανισμού. Οι ανατομικοί σχηματισμοί που αποτελούν το σ.σ. βρίσκονται τόσο μέσα στο κεντρικό νευρικό σύστημα, όσο και έξω από αυτό. Στη φαιά ουσία των πλαϊνών παρατάξεων του νωτιαίου μυελού, υπάρχουν συμπαθητικά νευρικά κέντρα. Οι σχηματισμοί αυτοί ελέγχονται από ανώτερα φυτικά κέντρα που είναι εγκαταστημένα στον εγκέφαλο. Από αυτά τα συμπαθητικά κέντρα ξεκινούν οι συμπαθητικές νευρικές ίνες, που μόλις βγουν από το νωτιαίο μυελό, με τις πρόσθιες εγκεφαλονωτιαίες ρίζες, εισδύουν στο γειτονικό τους συμπαθητικό στέλεχος, που βρίσκεται δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης. Το στέλεχος αποτελείται από τα συνδεμένα μεταξύ τους νευρικά γάγγλια, που ο αριθμός τους για κάθε πλευρά κυμαίνεται από 20 έως 24. Κάθε γάγγλιο του σ.σ. συνδέεται με ορισμένα τμήματα του οργανισμού και με ορισμένα εσωτερικά όργανα, περνώντας μέσα από νευρικά πλέγματα. Η μετάδοση της διέγερσης από το συμπαθητικό νεύρο στα όργανα, γίνεται με ορισμένες χημικές ουσίες, τις συμπαθίνες, οι οποίες εκκρίνονται από τις νευρικές απολήξεις. Οι συμπαθίνες στη χημική σύσταση τους μοιάζουν με την ορμόνη που εκκρίνει η μυελώδης μοίρα των επινεφριδίων, την αδρεναλίνη. Όταν διεγείρονται οι συμπαθητικές νευρικές ίνες, τα περισσότερα από τα περιφερικά αιμοφόρα αγγεία, με εξαίρεση τα αγγεία της καρδιάς, συστέλλονται, οι καρδιακές συστολές επιταχύνονται, οι κόρες των ματιών διαστέλλονται και εκκρίνεται πυκνό γλοιώδες σάλιο. Όταν εντείνεται η δραστηριότητα του σ.σ. επέρχεται χαλάρωση των λείων μυών των βρόγχων του οισοφάγου και του στομάχου και ελαττώνεται η έκκριση χολής, γαστρικού και εντερικού υγρού. Είναι φανερή η επίδραση που έχει το σ.σ. σε αρκετές εργασίες της ανταλλαγής της ύλης, όπως στην αύξηση της αναλογίας του ζάχαρου στο αίμα, στην αύξηση παραγωγής θερμότητας, στην ελάττωση της αποβολής θερμότητας και στην αύξηση της πηκτικότητας του αίματος. Το σ.σ. έχει επίδραση και στους εγκάρσιους γραμμωτούς μυς. Επιδρά επίσης και σε διάφορες μοίρες του κεντρικού νευρικού συστήματος, γεγονός που διαπιστώνεται από το ότι μεγαλώνει η αντίληψη των διάφορων μοιρών του, στα σήματα που έρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Διαταραχές της λειτουργίας του σ.σ. μπορεί να παρουσιαστούν ύστερα από λοιμώδεις ή τοξικές βλάβες των στοιχειών του. Επίσης τα νοσήματα του εγκέφαλου, του νωτιαίου μυελού και των εσωτερικών οργάνων, μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές στη λειτουργία του σ.σ. Στους ανατομικούς και φυσιολογικούς δεσμούς οι οποίοι υπάρχουν στην εσωτερική δομή του σ.σ., οφείλεται και το γεγονός ότι, στην περίπτωση που υπάρχει διαταραχή σε ένα όργανο, αυτή αντανακλάται συχνά και στη λειτουργία άλλων οργάνων. Οι ανατομικοί αυτοί δεσμοί ανάμεσα στα όργανα και τα τμήματα του σώματος και του σ.σ., διευκολύνουν το γιατρό να προσδιορίσει σε ποια σημεία υπάρχουν οι βλάβες. Στις περιπτώσεις βλάβης της λειτουργίας του σ. σ. μπορεί να προκληθούν τοπικές και γενικές βλάβες της κυκλοφορίας του αίματος, της λειτουργίας της καρδιάς, του γαστρεντερικού σωλήνα και της θρέψης των ιστών. Η αυξημένη διεγερσιμότητα του σ.σ., μπορεί να οφείλεται σε διάφορα νοσήματα, όπως λ.χ. οι πολύ διαδομένες υπερτονική και ελκώδης νόσος, η νευρασθένεια κ.ά. Η θεραπεία των διαταραχών του σ.σ., πριν από οτιδήποτε άλλο απαιτεί να καταπολεμηθούν οι παράγοντες που τις προκαλούν. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα φάρμακα τα οποία επενεργούν στις διάφορες μοίρες του φυτικού νευρικού συστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νευροφυτικό σύστημα — Σχηματίζεται από δύο βασικά συστήματα: το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό· έργο του είναι να ρυθμίζει τη δραστηριότητα των ζωικών λειτουργιών του οργανισμού. Από πολλούς επιστήμονες θεωρείται αυτόνομο νευρικό σύστημα, γιατί στην άσκηση της… …   Dictionary of Greek

  • αυτόνομο νευρικό σύστημα — Τμήμα του νευρικού συστήματος που ρυθμίζει όσες λειτουργίες του οργανισμού δεν υπόκεινται στη βούληση, δηλαδή τις αυτόνομες ή αυτόματες λειτουργίες. Ονομάζεται και φυτικό ή σπλαχνικό, οι δε αυτόνομες λειτουργίες λέγονται και φυτικές ή σπλαχνικές …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προκαλεί τη συμπάθεια, το ενδιαφέρον και την αγάπη μας: Μένουμε σ ένα συμπαθητικό σπίτι. – Γνωρίσαμε ένα συμπαθητικό νέο. 2. «συμπαθητικό σύστημα», ένα από τα δύο μέρη του αυτόνομου νευρικού συστήματος· «συμπαθητικές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασυμπαθητικός — ή, ό μόνο το ουδέτερο, παρασυμπαθητικό σύστημα, (ανατομ.), ιδιαίτερο τμήμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος που λειτουργεί ρυθμιστικά προς το συμπαθητικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτικός — ή, ό / φυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φυτόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά (α. «φυτικό βασίλειο» το σύνολο τών φυτών β. «φυτικό κύτταρο» γ. «τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. (για ανατ. σχηματισμό,… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθητικός — ή, ό / συμπαθητικός, ή, όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που συγκεντρώνει τη συμπάθεια, συμπαθής («συμπαθητική κοπέλα») 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί συμπάθεια, ενδιαφέρον («συμπαθητικό τραγούδι») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • παρασυμπαθητικός — ή, ό 1. (ανατ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρασυμπαθητικό νεύρο») 2. φρ. «παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα» ανατ. τμήμα τού φυτικού νευρικού συστήματος με αποκλειστικά κινητικές και εκκριτικές ίνες που λειτουργεί ανταγωνιστικά προς …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”